ετοιμοπαράδοτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετοιμοπαράδοτος η ετοιμοπαράδοτη το ετοιμοπαράδοτο
      γενική του ετοιμοπαράδοτου της ετοιμοπαράδοτης του ετοιμοπαράδοτου
    αιτιατική τον ετοιμοπαράδοτο την ετοιμοπαράδοτη το ετοιμοπαράδοτο
     κλητική ετοιμοπαράδοτε ετοιμοπαράδοτη ετοιμοπαράδοτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετοιμοπαράδοτοι οι ετοιμοπαράδοτες τα ετοιμοπαράδοτα
      γενική των ετοιμοπαράδοτων των ετοιμοπαράδοτων των ετοιμοπαράδοτων
    αιτιατική τους ετοιμοπαράδοτους τις ετοιμοπαράδοτες τα ετοιμοπαράδοτα
     κλητική ετοιμοπαράδοτοι ετοιμοπαράδοτες ετοιμοπαράδοτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ετοιμοπαράδοτος < έτοιμος + παραδίδω

Επίθετο

ετοιμοπαράδοτος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.