ετοιματζίδικο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ετοιματζίδικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ετοιματζίδικος

Ουσιαστικό

ετοιματζίδικο ουδέτερο

  1. μαγαζί που πουλάει έτοιμα πράγματα, πράγματα που δεν είναι κατασκευασμένα για τον συγκεκριμένο πελάτη
  2. (ειδικότερα) μαγαζί για:
    • έτοιμα ρούχα
    • έτοιμο φαγητό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ετοιματζίδικο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.