ετοιματζίδικο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ετοιματζίδικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ετοιματζίδικος
Ουσιαστικό
ετοιματζίδικο ουδέτερο
- μαγαζί που πουλάει έτοιμα πράγματα, πράγματα που δεν είναι κατασκευασμένα για τον συγκεκριμένο πελάτη
- (ειδικότερα) μαγαζί για:
- έτοιμα ρούχα
- έτοιμο φαγητό
Μεταφράσεις
ετοιματζίδικο
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ετοιματζίδικο
- αιτιατική ενικού του ετοιματζίδικος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ετοιματζίδικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.