ενδόμυχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενδόμυχος | η | ενδόμυχη | το | ενδόμυχο |
| γενική | του | ενδόμυχου | της | ενδόμυχης | του | ενδόμυχου |
| αιτιατική | τον | ενδόμυχο | την | ενδόμυχη | το | ενδόμυχο |
| κλητική | ενδόμυχε | ενδόμυχη | ενδόμυχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενδόμυχοι | οι | ενδόμυχες | τα | ενδόμυχα |
| γενική | των | ενδόμυχων | των | ενδόμυχων | των | ενδόμυχων |
| αιτιατική | τους | ενδόμυχους | τις | ενδόμυχες | τα | ενδόμυχα |
| κλητική | ενδόμυχοι | ενδόμυχες | ενδόμυχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενδόμυχος < αρχαία ελληνική ἐνδόμυχος (που βρίσκεται στο βάθος του σπιτιού)
Προφορά
- ΔΦΑ : /enˈðo.mi.xos/
Επίθετο
ενδόμυχος, -η, -ο
- που βρίσκεται στο βάθος του νου, της συνείδησης, της σκέψης ή της ψυχής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.