εστεμμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εστεμμένος η εστεμμένη το εστεμμένο
      γενική του εστεμμένου της εστεμμένης του εστεμμένου
    αιτιατική τον εστεμμένο την εστεμμένη το εστεμμένο
     κλητική εστεμμένε εστεμμένη εστεμμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εστεμμένοι οι εστεμμένες τα εστεμμένα
      γενική των εστεμμένων των εστεμμένων των εστεμμένων
    αιτιατική τους εστεμμένους τις εστεμμένες τα εστεμμένα
     κλητική εστεμμένοι εστεμμένες εστεμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εστεμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος στέφω

Μετοχή

εστεμμένος

  • (λόγιο) που έχει στεφθεί βασιλιάς ή αυτοκράτορας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.