εσκούδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εσκούδο τα εσκούδα
      γενική του εσκούδου των εσκούδων
    αιτιατική το εσκούδο τα εσκούδα
     κλητική εσκούδο εσκούδα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Χρυσό νόμισμα των οκτώ εσκούδων (1687)
Πορτογαλέζικο νόμισμα των δυόμισι εσκούδων (1981)

Ετυμολογία

εσκούδο < (άμεσο δάνειο) πορτογαλική escudo < λατινική scutum (ασπίδα)

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈsku.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εσκούδο

Ουσιαστικό

εσκούδο ουδέτερο

  1. (ιστορία, νόμισμα) παλιό, χρυσό ή αργυρό ισπανικό νόμισμα (από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα)
    άλλες μορφές: σκούδο, ἐσκοῦδον (καθαρεύουσα)
     δείτε και τη λέξη δουβλόνι
  2. παλιά νομισματική μονάδα της Πορτογαλίας
  3. το νόμισμα του Πράσινου Ακρωτηρίου

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.