δουβλόνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δουβλόνι | τα | δουβλόνια |
| γενική | του | δουβλονίου | των | δουβλονίων |
| αιτιατική | το | δουβλόνι | τα | δουβλόνια |
| κλητική | δουβλόνι | δουβλόνια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δουβλόνι < (άμεσο δάνειο) ισπανική doblón, μεγεθυντικό του doble (διπλός), λόγω της αξίας του δύο εσκούδων
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðuˈvlo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δου‐βλό‐νι

νόμισμα των τεσσάρων δουβλονίων (1798)
Ουσιαστικό
δουβλόνι ουδέτερο
- (ιστορία, νόμισμα) παλιό, χρυσό ισπανικό νόμισμα (από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα)
- ※ βαρέλια τὰ φλωριά, ἁρμάθες τὰ κολλονᾶτα, στέρνες ἀστέρευτες τὰ δουβλόνια (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Οι κουρσάροι, συλλογή διηγημάτων Λόγια της πλώρης, 1899)
- δουβλόνιον (καθαρεύουσα)
- ντουμπλόν
Πηγές
- «δουβλόνιο(ν)» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.