ερωτηματολόγιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ερωτηματολόγιο τα ερωτηματολόγια
      γενική του ερωτηματολόγιου
& ερωτηματολογίου
των ερωτηματολόγιων
& ερωτηματολογίων
    αιτιατική το ερωτηματολόγιο τα ερωτηματολόγια
     κλητική ερωτηματολόγιο ερωτηματολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ερωτηματολόγιο < (μαρτυρείται από το 1891) απόδοση της γαλλικής λέξης questionnaire < ερώτημα + -λόγιο (< λόγος)

Ουσιαστικό

ερωτηματολόγιο ουδέτερο

  • το έντυπο με ερωτήσεις που απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό και αποσκοπεί στην εξαγωγή συμπερασμάτων
το ερωτηματολόγιο της δημοσκόπησης, το ερωτηματολόγιο αξιολόγησης του σεμιναρίου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.