ερωτόληπτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ερωτόληπτος | η | ερωτόληπτη | το | ερωτόληπτο |
| γενική | του | ερωτόληπτου | της | ερωτόληπτης | του | ερωτόληπτου |
| αιτιατική | τον | ερωτόληπτο | την | ερωτόληπτη | το | ερωτόληπτο |
| κλητική | ερωτόληπτε | ερωτόληπτη | ερωτόληπτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ερωτόληπτοι | οι | ερωτόληπτες | τα | ερωτόληπτα |
| γενική | των | ερωτόληπτων | των | ερωτόληπτων | των | ερωτόληπτων |
| αιτιατική | τους | ερωτόληπτους | τις | ερωτόληπτες | τα | ερωτόληπτα |
| κλητική | ερωτόληπτοι | ερωτόληπτες | ερωτόληπτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ερωτόληπτος < μεσαιωνική ελληνική ερωτόληπτος < έρωτας + -ληπτος
Επίθετο
ερωτόληπτος, -η, -ο
- (λόγιο) που έχει καταληφθεί από έρωτα, που ο έρωτας του έχει γίνει αρρώστια
- ※ Ο Βελμίννης ήτο ερωτόληπτος, ερωτόληπτος με την θαλασσίαν νύμφην (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Γυφτοπούλα, κεφάλαιο Κατόπιν Εορτής, Η παράδοξος διήγησις περί του Αννίβα Βελμίννη, 1884)
- (λόγιο) που ερωτεύεται συχνά και επιπόλαια, ο ερωτιάρης
Μεταφράσεις
ερωτόληπτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.