ερυθρόλευκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ερυθρόλευκος | η | ερυθρόλευκη | το | ερυθρόλευκο |
| γενική | του | ερυθρόλευκου | της | ερυθρόλευκης | του | ερυθρόλευκου |
| αιτιατική | τον | ερυθρόλευκο | την | ερυθρόλευκη | το | ερυθρόλευκο |
| κλητική | ερυθρόλευκε | ερυθρόλευκη | ερυθρόλευκο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ερυθρόλευκοι | οι | ερυθρόλευκες | τα | ερυθρόλευκα |
| γενική | των | ερυθρόλευκων | των | ερυθρόλευκων | των | ερυθρόλευκων |
| αιτιατική | τους | ερυθρόλευκους | τις | ερυθρόλευκες | τα | ερυθρόλευκα |
| κλητική | ερυθρόλευκοι | ερυθρόλευκες | ερυθρόλευκα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ερυθρόλευκος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.