ερυθρόλευκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερυθρόλευκος η ερυθρόλευκη το ερυθρόλευκο
      γενική του ερυθρόλευκου της ερυθρόλευκης του ερυθρόλευκου
    αιτιατική τον ερυθρόλευκο την ερυθρόλευκη το ερυθρόλευκο
     κλητική ερυθρόλευκε ερυθρόλευκη ερυθρόλευκο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερυθρόλευκοι οι ερυθρόλευκες τα ερυθρόλευκα
      γενική των ερυθρόλευκων των ερυθρόλευκων των ερυθρόλευκων
    αιτιατική τους ερυθρόλευκους τις ερυθρόλευκες τα ερυθρόλευκα
     κλητική ερυθρόλευκοι ερυθρόλευκες ερυθρόλευκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ερυθρόλευκος < ερυθρ(ός) + -ο- + λευκός

Επίθετο

ερυθρόλευκος, -η, -ο

  1. που έχει ερυθρό και λευκό χρώμα
  2. οπαδός της ομάδας του Ολυμπιακού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.