ερυθρόλευκων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ερυθρόλευκων

  1. γενική πληθυντικού του ερυθρόλευκος
  2. γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ερυθρόλευκος
  3. γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ερυθρόλευκος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.