ερμηνευμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερμηνευμένος η ερμηνευμένη το ερμηνευμένο
      γενική του ερμηνευμένου της ερμηνευμένης του ερμηνευμένου
    αιτιατική τον ερμηνευμένο την ερμηνευμένη το ερμηνευμένο
     κλητική ερμηνευμένε ερμηνευμένη ερμηνευμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερμηνευμένοι οι ερμηνευμένες τα ερμηνευμένα
      γενική των ερμηνευμένων των ερμηνευμένων των ερμηνευμένων
    αιτιατική τους ερμηνευμένους τις ερμηνευμένες τα ερμηνευμένα
     κλητική ερμηνευμένοι ερμηνευμένες ερμηνευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ερμηνευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ερμηνεύω

Μετοχή

ερμηνευμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη ερμηνεύω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.