ερμιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ερμιά | οι | ερμιές |
| γενική | της | ερμιάς | των | ερμιών |
| αιτιατική | την | ερμιά | τις | ερμιές |
| κλητική | ερμιά | ερμιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ερμιά < μεσαιωνική ελληνική ερημιά < αρχαία ελληνική ἐρημία
Μεταφράσεις
ερμιά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.