ερευνητικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ερευνητικότητα | οι | ερευνητικότητες |
| γενική | της | ερευνητικότητας | των | ερευνητικοτήτων |
| αιτιατική | την | ερευνητικότητα | τις | ερευνητικότητες |
| κλητική | ερευνητικότητα | ερευνητικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ερευνητικότητα < ερευνητικός + -ότητα
Μεταφράσεις
ερευνητικότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.