ἐρεισίνωτον

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ἐρεισίνωτον (μαρτυρείται από το 1851) [1] < αρχαία ελληνική ἐρείδω (στηρίζω), θέμα ἐρεισι- + νῶτον  δείτε  τα νώτα

Ουσιαστικό

ἐρεισίνωτον ουδέτερο

  • ἐρεισίχερα (ουδέτερο στον πληθυντικό στον Κουμανούδη [2])

Αναφορές

  1. «ερεισίνωτο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. σελ. 409, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.