εργαλειομηχανή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εργαλειομηχανή | οι | εργαλειομηχανές |
| γενική | της | εργαλειομηχανής | των | εργαλειομηχανών |
| αιτιατική | την | εργαλειομηχανή | τις | εργαλειομηχανές |
| κλητική | εργαλειομηχανή | εργαλειομηχανές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εργαλειομηχανή < εργαλείο + -ο- + -μηχανή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική machine tool)
Ουσιαστικό
εργαλειομηχανή θηλυκό
- μηχανή για την επεξεργασία μεταλλικών κομματιών και επαναλαμβανόμενες κοπές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.