γεροντοπαλίκαρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γεροντοπαλίκαρο τα γεροντοπαλίκαρα
      γενική του γεροντοπαλίκαρου των γεροντοπαλίκαρων
    αιτιατική το γεροντοπαλίκαρο τα γεροντοπαλίκαρα
     κλητική γεροντοπαλίκαρο γεροντοπαλίκαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεροντοπαλίκαρο < γεροντο- + παλληκάρ(ι) + -ο και ορθογραφική απλοποίηση κατά το παλικάρι[1]

Ουσιαστικό

γεροντοπαλίκαρο ουδέτερο

  1. άντρας που παραμένει άγαμος σε ώριμη ηλικία
      Μεγάλωσα σε μια γειτονιά όπου οι μπακάληδες, αφοί Λαγκούση στα Ταμπάχανα, ο Λώλος- παχουλός σαν καλοφουσκωμένο καρβέλι ψωμί- κι ο Μαρίνος- αδύνατος σα σκουράντζος-, γεροντοπαλίκαρα μέχρι το θάνατο τους (Αχαιών γεύσεις, Σοφία Π. Χριστοπούλου, Εκδόσεις Παλαιών Πατρών, 2006, σελ. 13 )

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.