ερίφης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ερίφης | οι | ερίφηδες |
| γενική | του | ερίφη | των | ερίφηδων |
| αιτιατική | τον | ερίφη | τους | ερίφηδες |
| κλητική | ερίφη | ερίφηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ερίφης < (άμεσο δάνειο) τουρκική herif < περσική حریف (harif) < αραβική حريف (harīf)
Ουσιαστικό
ερίφης αρσενικό (θηλυκό ερίφισσα)
- ερίφνης
- ερίφνικος
Μεταφράσεις
ερίφης
|
|
Πηγές
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
- ερίφης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.