επωφελημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επωφελημένος | η | επωφελημένη | το | επωφελημένο |
| γενική | του | επωφελημένου | της | επωφελημένης | του | επωφελημένου |
| αιτιατική | τον | επωφελημένο | την | επωφελημένη | το | επωφελημένο |
| κλητική | επωφελημένε | επωφελημένη | επωφελημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επωφελημένοι | οι | επωφελημένες | τα | επωφελημένα |
| γενική | των | επωφελημένων | των | επωφελημένων | των | επωφελημένων |
| αιτιατική | τους | επωφελημένους | τις | επωφελημένες | τα | επωφελημένα |
| κλητική | επωφελημένοι | επωφελημένες | επωφελημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επωφελημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επωφελούμαι
Μεταφράσεις
επωφελημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.