επιχορηγημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιχορηγημένος | η | επιχορηγημένη | το | επιχορηγημένο |
| γενική | του | επιχορηγημένου | της | επιχορηγημένης | του | επιχορηγημένου |
| αιτιατική | τον | επιχορηγημένο | την | επιχορηγημένη | το | επιχορηγημένο |
| κλητική | επιχορηγημένε | επιχορηγημένη | επιχορηγημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιχορηγημένοι | οι | επιχορηγημένες | τα | επιχορηγημένα |
| γενική | των | επιχορηγημένων | των | επιχορηγημένων | των | επιχορηγημένων |
| αιτιατική | τους | επιχορηγημένους | τις | επιχορηγημένες | τα | επιχορηγημένα |
| κλητική | επιχορηγημένοι | επιχορηγημένες | επιχορηγημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
επιχορηγημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.