επιχειρησιακά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιχειρησιακά < επιχειρησιακ(ός) + -ά
Μεταφράσεις
επιχειρησιακά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επιχειρησιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επιχειρησιακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.