επιτυχών

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιτυχών
& επιτυχόντας
η επιτυχούσα το επιτυχόν
      γενική του επιτυχόντος
& επιτυχόντα
της επιτυχούσας
& επιτυχούσης*
του επιτυχόντος
    αιτιατική τον επιτυχόντα την επιτυχούσα το επιτυχόν
     κλητική επιτυχών
& επιτυχόντα
επιτυχούσα επιτυχόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιτυχόντες οι επιτυχούσες τα επιτυχόντα
      γενική των επιτυχόντων των επιτυχουσών των επιτυχόντων
    αιτιατική τους επιτυχόντες τις επιτυχούσες τα επιτυχόντα
     κλητική επιτυχόντες επιτυχούσες επιτυχόντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «παρών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιτυχών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιτυχών, μετοχή ενεργητικού αορίστου (ἐπέτυχον) του ρήματος ἐπιτυγχάνω

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.tiˈxon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιτυχών

Μετοχή

επιτυχών, -ούσα, -όν

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.