αξελερόμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αξελερόμετρο τα αξελερόμετρα
      γενική του αξελερόμετρου των αξελερόμετρων
    αιτιατική το αξελερόμετρο τα αξελερόμετρα
     κλητική αξελερόμετρο αξελερόμετρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αξελερόμετρο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αξελερόμετρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.