επισύνδεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επισύνδεση | οι | επισυνδέσεις |
| γενική | της | επισύνδεσης* | των | επισυνδέσεων |
| αιτιατική | την | επισύνδεση | τις | επισυνδέσεις |
| κλητική | επισύνδεση | επισυνδέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επισυνδέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επισύνδεση < επι- + σύνδεση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intrusion)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.piˈsin.ðe.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐σύν‐δε‐ση
Ουσιαστικό
επισύνδεση θηλυκό
- (νεολογισμός, πληροφορική) παράλληλη σύνδεση κάποιου σε επικοινωνιακό δίκτυο με τέτοιο τρόπο, ώστε να παρακολουθεί και να λαμβάνει όσα στοιχεία της επικοινωνίας αυτής επιθυμεί, χωρίς ο ίδιος να γίνεται φανερός ή αντιληπτός
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.