επισυνημμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επισυνημμένος | η | επισυνημμένη | το | επισυνημμένο |
| γενική | του | επισυνημμένου | της | επισυνημμένης | του | επισυνημμένου |
| αιτιατική | τον | επισυνημμένο | την | επισυνημμένη | το | επισυνημμένο |
| κλητική | επισυνημμένε | επισυνημμένη | επισυνημμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επισυνημμένοι | οι | επισυνημμένες | τα | επισυνημμένα |
| γενική | των | επισυνημμένων | των | επισυνημμένων | των | επισυνημμένων |
| αιτιατική | τους | επισυνημμένους | τις | επισυνημμένες | τα | επισυνημμένα |
| κλητική | επισυνημμένοι | επισυνημμένες | επισυνημμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επισυνημμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επισυνάπτω
Μεταφράσεις
επισυνημμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.