επιστητός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιστητός | η | επιστητή | το | επιστητό |
| γενική | του | επιστητού | της | επιστητής | του | επιστητού |
| αιτιατική | τον | επιστητό | την | επιστητή | το | επιστητό |
| κλητική | επιστητέ | επιστητή | επιστητό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιστητοί | οι | επιστητές | τα | επιστητά |
| γενική | των | επιστητών | των | επιστητών | των | επιστητών |
| αιτιατική | τους | επιστητούς | τις | επιστητές | τα | επιστητά |
| κλητική | επιστητοί | επιστητές | επιστητά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιστητός < αρχαία ελληνική ἐπιστητός < ἐπίσταμαι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη επιστήμη
Μεταφράσεις
επιστητός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.