επισμαλτωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επισμαλτωμένος | η | επισμαλτωμένη | το | επισμαλτωμένο |
| γενική | του | επισμαλτωμένου | της | επισμαλτωμένης | του | επισμαλτωμένου |
| αιτιατική | τον | επισμαλτωμένο | την | επισμαλτωμένη | το | επισμαλτωμένο |
| κλητική | επισμαλτωμένε | επισμαλτωμένη | επισμαλτωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επισμαλτωμένοι | οι | επισμαλτωμένες | τα | επισμαλτωμένα |
| γενική | των | επισμαλτωμένων | των | επισμαλτωμένων | των | επισμαλτωμένων |
| αιτιατική | τους | επισμαλτωμένους | τις | επισμαλτωμένες | τα | επισμαλτωμένα |
| κλητική | επισμαλτωμένοι | επισμαλτωμένες | επισμαλτωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σμάλτο
Μεταφράσεις
επισμαλτωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.