επισκοπή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επισκοπή οι επισκοπές
      γενική της επισκοπής των επισκοπών
    αιτιατική την επισκοπή τις επισκοπές
     κλητική επισκοπή επισκοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επισκοπή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπισκοπή[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.skoˈpi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επισκοπή

Ουσιαστικό

επισκοπή θηλυκό

  1. (θρησκεία) το αξίωμα ενός επισκόπου
     συνώνυμα: επισκοπεία
  2. (θρησκεία) η κατοικία ενός επισκόπου
     συνώνυμα: επισκοπείο, επισκοπικό
  3. (θρησκεία) η περιφέρεια στην οποία ασκεί του δοικητικό και ποιμενικό του έργο ένας επίσκοπος
     συνώνυμα: επισκοπάτο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.