επινεφρίδιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επινεφρίδιος | η | επινεφρίδια | το | επινεφρίδιο |
| γενική | του | επινεφρίδιου | της | επινεφρίδιας | του | επινεφρίδιου |
| αιτιατική | τον | επινεφρίδιο | την | επινεφρίδια | το | επινεφρίδιο |
| κλητική | επινεφρίδιε | επινεφρίδια | επινεφρίδιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επινεφρίδιοι | οι | επινεφρίδιες | τα | επινεφρίδια |
| γενική | των | επινεφρίδιων | των | επινεφρίδιων | των | επινεφρίδιων |
| αιτιατική | τους | επινεφρίδιους | τις | επινεφρίδιες | τα | επινεφρίδια |
| κλητική | επινεφρίδιοι | επινεφρίδιες | επινεφρίδια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επινεφρίδιος < αρχαία ελληνική ἐπινεφρίδιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.