επιμερισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιμερισμένος | η | επιμερισμένη | το | επιμερισμένο |
| γενική | του | επιμερισμένου | της | επιμερισμένης | του | επιμερισμένου |
| αιτιατική | τον | επιμερισμένο | την | επιμερισμένη | το | επιμερισμένο |
| κλητική | επιμερισμένε | επιμερισμένη | επιμερισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιμερισμένοι | οι | επιμερισμένες | τα | επιμερισμένα |
| γενική | των | επιμερισμένων | των | επιμερισμένων | των | επιμερισμένων |
| αιτιατική | τους | επιμερισμένους | τις | επιμερισμένες | τα | επιμερισμένα |
| κλητική | επιμερισμένοι | επιμερισμένες | επιμερισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
επιμερισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.