επιμένων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιμένων η επιμένουσα το επιμένον
      γενική του επιμένοντος
& επιμένοντα1
της επιμένουσας
& επιμενούσης*
του επιμένοντος
    αιτιατική τον επιμένοντα την επιμένουσα το επιμένον
     κλητική επιμένων επιμένουσα επιμένον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιμένοντες οι επιμένουσες τα επιμένοντα
      γενική των επιμενόντων των επιμενουσών των επιμενόντων
    αιτιατική τους επιμένοντες τις επιμένουσες τα επιμένοντα
     κλητική επιμένοντες επιμένουσες επιμένοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιμένων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἐπιμένω ((ελληνιστική κοινή), (επιμένω, αρχαία σημασία: παραμένω)[1]

Μετοχή

επιμένων, -ουσα, -ον

Εκφράσεις

  • ο επιμένων νικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.