επιλαμβανόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιλαμβανόμενος η επιλαμβανόμενη το επιλαμβανόμενο
      γενική του επιλαμβανόμενου της επιλαμβανόμενης του επιλαμβανόμενου
    αιτιατική τον επιλαμβανόμενο την επιλαμβανόμενη το επιλαμβανόμενο
     κλητική επιλαμβανόμενε επιλαμβανόμενη επιλαμβανόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιλαμβανόμενοι οι επιλαμβανόμενες τα επιλαμβανόμενα
      γενική των επιλαμβανόμενων των επιλαμβανόμενων των επιλαμβανόμενων
    αιτιατική τους επιλαμβανόμενους τις επιλαμβανόμενες τα επιλαμβανόμενα
     κλητική επιλαμβανόμενοι επιλαμβανόμενες επιλαμβανόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

επιλαμβανόμενος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.