επιλήψιμα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιλήψιμα < επιλήψιμος + -α
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επιλήψιμα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επιλήψιμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.