επικρούω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επικρούω < αρχαία ελληνική ἐπικρούω

Ρήμα

επικρούω

  1. (ιατρική) εξετάζω με επίκρουση
  2. πυροδοτώ εκρηκτικά χτυπώντας το καψούλι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.