επικαλυμμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επικαλυμμένος | η | επικαλυμμένη | το | επικαλυμμένο |
| γενική | του | επικαλυμμένου | της | επικαλυμμένης | του | επικαλυμμένου |
| αιτιατική | τον | επικαλυμμένο | την | επικαλυμμένη | το | επικαλυμμένο |
| κλητική | επικαλυμμένε | επικαλυμμένη | επικαλυμμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επικαλυμμένοι | οι | επικαλυμμένες | τα | επικαλυμμένα |
| γενική | των | επικαλυμμένων | των | επικαλυμμένων | των | επικαλυμμένων |
| αιτιατική | τους | επικαλυμμένους | τις | επικαλυμμένες | τα | επικαλυμμένα |
| κλητική | επικαλυμμένοι | επικαλυμμένες | επικαλυμμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επικαλυμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επικαλύπτω
Μεταφράσεις
επικαλυμμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.