επιζήσας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιζήσας & επιζήσαντας |
η | επιζήσασα | το | επιζήσαν |
| γενική | του | επιζήσαντος & επιζήσαντα |
της | επιζήσασας & επιζησάσης* |
του | επιζήσαντος |
| αιτιατική | τον | επιζήσαντα | την | επιζήσασα | το | επιζήσαν |
| κλητική | επιζήσας & επιζήσαντα |
επιζήσασα | επιζήσαν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιζήσαντες | οι | επιζήσασες | τα | επιζήσαντα |
| γενική | των | επιζησάντων | των | επιζησασών | των | επιζησάντων |
| αιτιατική | τους | επιζήσαντες | τις | επιζήσασες | τα | επιζήσαντα |
| κλητική | επιζήσαντες | επιζήσασες | επιζήσαντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «λήξας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιζήσας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιζήσας, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἐπιζάω
- επιζήσαντας (με νεότερες καταλήξεις)
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
επιζήσας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.