επιδότηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιδότηση οι επιδοτήσεις
      γενική της επιδότησης* των επιδοτήσεων
    αιτιατική την επιδότηση τις επιδοτήσεις
     κλητική επιδότηση επιδοτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιδοτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιδότηση < επιδοτώ + -ση

Ουσιαστικό

επιδότηση θηλυκό

  • (οικονομία) το χρηματικό ποσό που δίνεται από την κυβέρνηση ή άλλους φορείς ως ενίσχυση σε άτομα ή επιχειρήσεις
      Στην Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης συζητήθηκε το θέμα των αγροτικών επιδοτήσεων.
      επιδότηση ενοικίου

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.