επιχορήγηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιχορήγηση | οι | επιχορηγήσεις |
| γενική | της | επιχορήγησης* | των | επιχορηγήσεων |
| αιτιατική | την | επιχορήγηση | τις | επιχορηγήσεις |
| κλητική | επιχορήγηση | επιχορηγήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επιχορηγήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
επιχορήγηση θηλυκό
- η οικονομική βοήθεια που δίνεται από το κράτος σε επιχειρήσεις ή σε ιδρύματα κοινωφελή, μορφωτικά κ.λπ.
- ※ Η βουλή ψήφισε νόμο για την επιχορήγηση επιχειρήσεων που προσλαμβάνουν άτομα με ειδικές ανάγκες
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη επιχορηγώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.