επιδοματούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | επιδοματούχος | οι | επιδοματούχοι |
| γενική | του/της | επιδοματούχου | των | επιδοματούχων |
| αιτιατική | τον/την | επιδοματούχο | τους/τις | επιδοματούχους |
| κλητική | επιδοματούχε | επιδοματούχοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιδοματούχος < επιδόματ(ος) + -ούχος (< αρχαία ελληνική ἔχω)
Μεταφράσεις
επιδοματούχος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.