επιδημικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιδημικός η επιδημική το επιδημικό
      γενική του επιδημικού της επιδημικής του επιδημικού
    αιτιατική τον επιδημικό την επιδημική το επιδημικό
     κλητική επιδημικέ επιδημική επιδημικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιδημικοί οι επιδημικές τα επιδημικά
      γενική των επιδημικών των επιδημικών των επιδημικών
    αιτιατική τους επιδημικούς τις επιδημικές τα επιδημικά
     κλητική επιδημικοί επιδημικές επιδημικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιδημικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική épidémique < αρχαία ελληνική ἐπιδημία < ἐπί + δῆμος

Επίθετο

επιδημικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.