epidemic

Αγγλικά (en)

Επίθετο

epidemic (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
epidemic epidemics

epidemic (en)

  1. η επιδημία, εμφάνιση, σε μία περιοχή, ορισμένης αρρώστιας, συνήθ. μολυσματικής, η οποία γρήγορα προσβάλλει μεγάλο αριθμό ατόμων
    an influenza/typhus epidemic - επιδημία γρίπης/τύφου
     συνώνυμα: plague
  2. η επιδημία, μια ξαφνική ταχεία αύξηση στο πόσο συχνά συμβαίνει κάτι κακό
    an epidemic of robberies/murders - επιδημία ληστειών/φόνων

Πηγές



Ρουμανικά (ro)

Επίθετο

epidemic (ro)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.