επιδεινώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

επιδεινώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιδεινώνω
  2. θα επιδεινώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιδεινώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επιδεινώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιδείνωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.