επιγραμμικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιγραμμικός η επιγραμμική το επιγραμμικό
      γενική του επιγραμμικού της επιγραμμικής του επιγραμμικού
    αιτιατική τον επιγραμμικό την επιγραμμική το επιγραμμικό
     κλητική επιγραμμικέ επιγραμμική επιγραμμικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιγραμμικοί οι επιγραμμικές τα επιγραμμικά
      γενική των επιγραμμικών των επιγραμμικών των επιγραμμικών
    αιτιατική τους επιγραμμικούς τις επιγραμμικές τα επιγραμμικά
     κλητική επιγραμμικοί επιγραμμικές επιγραμμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιγραμμικός < επι- + γραμμή + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική online)

Επίθετο

επιγραμμικός, -ή, -ό

  1. (πληροφορική) (νεολογισμός) που είναι συνδεμένος την στιγμή αυτή σε κάποιο ευρύτερο δίκτυο
  2. (πληροφορική) (νεολογισμός) που είναι διαθέσιμος μέσω διαδικτύου ή είναι συνδεμένος στο διαδίκτυο
      Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν για όλες τις επί πληρωμή συνδρομές παροχής επιγραμμικού (online) περιεχομένου, όπως ηλεκτρονικά βιβλία, παιχνίδια, μουσική και αθλητικά γεγονότα.[1]

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Πρόσβαση σε επιγραμμικό (online) περιεχόμενο στο εξωτερικό. Δημοσίευση 2018-08-13. Προσπέλαση 2020-05-19.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.