απογραμμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απογραμμικός | η | απογραμμική | το | απογραμμικό |
| γενική | του | απογραμμικού | της | απογραμμικής | του | απογραμμικού |
| αιτιατική | τον | απογραμμικό | την | απογραμμική | το | απογραμμικό |
| κλητική | απογραμμικέ | απογραμμική | απογραμμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απογραμμικοί | οι | απογραμμικές | τα | απογραμμικά |
| γενική | των | απογραμμικών | των | απογραμμικών | των | απογραμμικών |
| αιτιατική | τους | απογραμμικούς | τις | απογραμμικές | τα | απογραμμικά |
| κλητική | απογραμμικοί | απογραμμικές | απογραμμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απογραμμικός < απο- + γραμμή + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική offline)
Επίθετο
απογραμμικός, -ή, -ό
- (πληροφορική) (νεολογισμός) που δεν είναι συνδεμένος την στιγμή αυτή σε κάποιο ευρύτερο δίκτυο
- (πληροφορική) (νεολογισμός) που δεν είναι διαθέσιμος μέσω διαδικτύου ή είναι συνδεμένος στο διαδίκτυο
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- απογραμμικά
- → δείτε τη λέξη γραμμή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.