επεξεργαστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επεξεργαστής | οι | επεξεργαστές |
| γενική | του | επεξεργαστή | των | επεξεργαστών |
| αιτιατική | τον | επεξεργαστή | τους | επεξεργαστές |
| κλητική | επεξεργαστή | επεξεργαστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επεξεργαστής < επεξεργάζομαι επεξεργασ- + -τής, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική processor. Διαφορετική η ελληνιστική ἐπεξεργαστής (εκτελεστής διατάγματος).[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pe.kseɾ.ɣaˈstis/
Ουσιαστικό

Επεξεργαστής Pentium των 100 Mhz
επεξεργαστής αρσενικό
- (πληροφορική) η κεντρική μονάδα επεξεργασίας, το τμήμα του ηλεκτρονικού υπολογιστή που επεξεργάζεται τα δεδομένα, ακολουθώντας βήμα-βήμα τις εντολές που του δίδονται
Παράγωγα
Συγγενικά
- επεξεργασία
- και → δείτε τη λέξη επεξεργάζομαι
Αναφορές
- επεξεργαστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.