επαναφορτιζόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επαναφορτιζόμενος | η | επαναφορτιζόμενη | το | επαναφορτιζόμενο |
| γενική | του | επαναφορτιζόμενου | της | επαναφορτιζόμενης | του | επαναφορτιζόμενου |
| αιτιατική | τον | επαναφορτιζόμενο | την | επαναφορτιζόμενη | το | επαναφορτιζόμενο |
| κλητική | επαναφορτιζόμενε | επαναφορτιζόμενη | επαναφορτιζόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επαναφορτιζόμενοι | οι | επαναφορτιζόμενες | τα | επαναφορτιζόμενα |
| γενική | των | επαναφορτιζόμενων | των | επαναφορτιζόμενων | των | επαναφορτιζόμενων |
| αιτιατική | τους | επαναφορτιζόμενους | τις | επαναφορτιζόμενες | τα | επαναφορτιζόμενα |
| κλητική | επαναφορτιζόμενοι | επαναφορτιζόμενες | επαναφορτιζόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επαναφορτιζόμενος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επαναφορτιζόμενος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επαναφορτιζόμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.