reconstruction

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
reconstruction reconstructions

Ετυμολογία

reconstruction < re- + construction

Ουσιαστικό

reconstruction (en)

  1. η ανακατασκευή, η ανάπλαση, η ανοικοδόμηση
  2. (μνημονική) η διασκευή μνήμης
  3. (μετρήσιμο) η αναπαράσταση, η παράσταση κάτι που δεν υπάρχει ή που δεν έχει πλέον τη μορφή που είχε
    a reconstruction of the Acropolis as it was in classical times - αναπαράσταση της Aκρόπολης όπως ήταν στους κλασικούς χρόνους
    a reconstruction of the Hagia Sofia before it was destroyed - αναπαράσταση τής Αγίας Σοφίας προτού καταστραφεί
  4. (μετρήσιμο) η αναπαράσταση ενός εγκλήματος από τις αστυνομικές αρχές
    reconstruction of a crime - αναπαράσταση εγκλήματος

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
reconstruction reconstructions

Ουσιαστικό

reconstruction (fr) θηλυκό

  1. η αναδόμηση
  2. η ανασυγκρότηση
  3. η ανακατασκευή
  4. η ανάπλαση
  5. η ανοικοδόμηση
  6. η ανασύσταση

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.