επανιδρύσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
επανιδρύσεις
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επανιδρύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επανίδρυση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.