επαγώγιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | επαγώγιμο | τα | επαγώγιμα |
| γενική | του | επαγώγιμου | των | επαγώγιμων |
| αιτιατική | το | επαγώγιμο | τα | επαγώγιμα |
| κλητική | επαγώγιμο | επαγώγιμα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Διατομή επαγώγιμου. Διακρίνεται το κεντρικό δακτυλίδι (F) από σίδηρο, ενώ από χαλκό οι πτεριτυλίξεις B, C, D, E, και H, ενώ ο μετατροπέας εντοπίζεται στα m, n και o.
Ετυμολογία
- επαγώγιμο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου επαγώγιμος
Ουσιαστικό
επαγώγιμο ουδέτερο
- συσκευή ή τμήμα μηχανής όπου μπορεί να παραχθεί ηλεκτρικό ρεύμα εξ επαγωγής
Μεταφράσεις
επαγώγιμο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.