επίψογος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επίψογος | η | επίψογη | το | επίψογο |
| γενική | του | επίψογου | της | επίψογης | του | επίψογου |
| αιτιατική | τον | επίψογο | την | επίψογη | το | επίψογο |
| κλητική | επίψογε | επίψογη | επίψογο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επίψογοι | οι | επίψογες | τα | επίψογα |
| γενική | των | επίψογων | των | επίψογων | των | επίψογων |
| αιτιατική | τους | επίψογους | τις | επίψογες | τα | επίψογα |
| κλητική | επίψογοι | επίψογες | επίψογα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επίψογος < αρχαία ελληνική ἐπίψογος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ψέγω
Μεταφράσεις
επίψογος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.