επίμεμπτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επίμεμπτος | η | επίμεμπτη | το | επίμεμπτο |
| γενική | του | επίμεμπτου | της | επίμεμπτης | του | επίμεμπτου |
| αιτιατική | τον | επίμεμπτο | την | επίμεμπτη | το | επίμεμπτο |
| κλητική | επίμεμπτε | επίμεμπτη | επίμεμπτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επίμεμπτοι | οι | επίμεμπτες | τα | επίμεμπτα |
| γενική | των | επίμεμπτων | των | επίμεμπτων | των | επίμεμπτων |
| αιτιατική | τους | επίμεμπτους | τις | επίμεμπτες | τα | επίμεμπτα |
| κλητική | επίμεμπτοι | επίμεμπτες | επίμεμπτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επίμεμπτος < ελληνιστική κοινή ἐπίμεμπτος < ἐπί + αρχαία ελληνική μεμπτός < μέμφομαι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μέμφομαι
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.